τυμπανισμός

τυμπανισμός
ο, ΝΜΑ [τυμπανίζω]
η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν τής Κυβέλης και τού Διονύσου
νεοελλ.
1. ήχος τύμπανου
2. (ιατρ.-κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων τού σώματος
β) διόγκωση τής κοιλιάς που προκαλείται από συσσώρευση αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, μετεωρισμός
3. μτφ. άγριος ξυλοδαρμός
αρχ.
1. συνεκδ. η ιεροτελεστία προς τιμήν τής Κυβέλης
2. αποκεφαλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυμπανισμός — beating of drums masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισμός — ο 1. χτύπημα του τύμπανου, τυμπανοκρουσία. 2. εξόγκωση της κοιλιάς από αέρια ή από άλλη αιτία. 3. ο ήχος ορισμένων μερών του σώματος που ακούγεται στην επικρουσή τους από το γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυμπανισμοί — τυμπανισμός beating of drums masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισμοῦ — τυμπανισμός beating of drums masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισμούς — τυμπανισμός beating of drums masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισμῷ — τυμπανισμός beating of drums masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπάνισμα — το, Ν ο τυμπανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανίζω. Η λ., στον πληθ. τυμπανίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τυμπάνωση — η, Ν ιατρ. τυμπανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο, μέσω ενός ρ. *τυμπανώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τυμπάνωσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. α) ο τυμπανισμός β) φλεγμονή τού τύμπανου τού αφτιού 2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία τού στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (<… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοκρουσία — η, Ν 1. η κρούση τού τύμπανου, τυμπανισμός 2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα τού θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”