τυμπανισμός — beating of drums masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανισμός — ο 1. χτύπημα του τύμπανου, τυμπανοκρουσία. 2. εξόγκωση της κοιλιάς από αέρια ή από άλλη αιτία. 3. ο ήχος ορισμένων μερών του σώματος που ακούγεται στην επικρουσή τους από το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυμπανισμοί — τυμπανισμός beating of drums masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανισμοῦ — τυμπανισμός beating of drums masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανισμούς — τυμπανισμός beating of drums masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανισμῷ — τυμπανισμός beating of drums masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνισμα — το, Ν ο τυμπανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανίζω. Η λ., στον πληθ. τυμπανίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τυμπάνωση — η, Ν ιατρ. τυμπανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο, μέσω ενός ρ. *τυμπανώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τυμπάνωσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
τυμπανίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. α) ο τυμπανισμός β) φλεγμονή τού τύμπανου τού αφτιού 2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία τού στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (<… … Dictionary of Greek
τυμπανοκρουσία — η, Ν 1. η κρούση τού τύμπανου, τυμπανισμός 2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα τού θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek